- ἀθείας
- ἀθείᾱς , ἀθείαfem acc plἀθείᾱς , ἀθείαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безбожиѥ — БЕЗБОЖИ|Ѥ (23), ˫А с. Безбожие, отрицание христианского учения, нечестивость: ѩко се аще къто ѡ(т)вьржетьсѩ вѣры иже въ х҃са. и къ июдѣиствоу. или къ коумирослоужению или къ манихѣ˫аномъ. или къ иному чемоу къ таковоу безбожиѩ ѡбразоу. особь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… … Dictionary of Greek
Δελμούζος, Αλέξανδρος — (Άμφισσα 1880 – Αθήνα 1956). Εκπαιδευτικός. Υπήρξε υπέρμαχος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία. Οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις, βάσει των οποίων… … Dictionary of Greek
Κόλινς, Άντονι — (Anthony Collins, 1676 – 1729). Άγγλος φιλόσοφος. Ανήκε στη σχολή του ορθολογιστικού ντεϊσμού. Σπούδασε στα κολέγια Ίτον και Κινγκς και γνωρίστηκε με τον Λοκ. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του άσκησε το επάγγελμα του ειρηνοδίκη στη μικρή… … Dictionary of Greek
Πούσκιν, Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς — (Μόσχα 1799 – Πετρούπολη 1837). Pώσος συγγραφέας. Απόγονος, από την πλευρά του πατέρα του, παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας και, από την πλευρά της μητέρας του, του περίφημου αράπη του Μεγάλου Πέτρου (του Αβησσυνού Αννίβα, τον οποίο προστάτευσε … Dictionary of Greek